Ο Άγγλος Άμποτ (George Frederick Abbott, 1874-1947), περιόδευσε τη Μακεδονία το 1900, με χορηγία του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ. Τη Νιγρίτα την επισκέφθηκε στις 27.9.1900. Μολονότι μπερδεύει τη Σούρπα μα την Τσιαρπίστα, λέει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Παρατίθεται ένα απόσπασμα (μεταφρασμένο σε …μαλλιαρά Νιγριτ’να) από το βιβλίο του, «Διήγηση μιας περιοδείας στη Μακεδονία» (από σελ. 217 και 226), που εκδόθηκε το 1903:
«…Αναχωρώντας από τα Σέρρας, φτάσαμε σε τρεις ώρες στη Νιγρίτα. Ένοιωσα ανακούφιση που βρέθηκα σε ένα μέρος όπου δεν χρειάζεται να ξέρεις καμία άλλη γλώσσα, εκτός από ελληνικά. Διότι, όλη η περιοχή Νιγρίτας, με εξαίρεση τους τουρκικούς οικισμούς και μαχαλάδες, είναι καθαρά ελληνική. Επίσης, στη Νιγρίτα δεν βρίσκουμε Τούρκους: Ένας μουδίρης (διοικητής), ένας κατής (δικαστής) και ένας-δυο ζαπτιέδες (χωροφύλακες) υπάρχουν όλο κι όλο. Και αυτοί μάλιστα δεν μένουν στη Νιγρίτα αλλά στη γειτονική Τσιαρπίστα….
»Η παραγωγή και επεξεργασία μεταξιού είναι η κύρια ασχολία στην περιοχή. Οι πλουσιότεροι από τους κατοίκους είναι φευγάτοι από τη Θεσσαλία. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση ήρθαν εδώ στο τέλος του 18ου ή στις αρχές του 19ου αιώνα και έφεραν μαζί τους αυτή την πατροπαράδοτη βιοτεχνία, για την οποία ήταν φημισμένη η παλιά τους πατρίδα…..
»Οι Νιγριτ’νοί αγαπούν το τραγούδι και τον χορό. Κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή, η ανοιχτοσιά στο κέντρο του οικισμού («μεσοχώρι») σφύζει από τραγούδια και χορό.
»Οι γυναίκες της Νιγρίτας, παρά την επίπονη δουλειά, που προσφέρουν μαζί με τους άνδρες στα χωράφια και στα αμπέλια, καταφέρνουν να διατηρούν τη φρεσκάδα τους. Έτσι στις γιορτές, οπότε φορούν τα πανέμορφα στολίδια τους, είναι αδύνατο να διακρίνει κανείς σημάδια από τη σκληρή δουλειά στα χωράφια …Ντύνονται πλούσια, με μεταξωτά φουστάνια, κεντημένες ποδιές και ζακέτες πλαισιωμένες με γούνες ρενάρ. Φορούν κόκκινο φεσάκι, με μακριά μπλε φούντα που συγκρατιέται από διαφανή κορδέλα. Εναλλακτικά, οι παντρεμένες φορούν κρεπ τσιμπέρια με αισθησιακό κόμβο στη μια πλευρά. Μπουρλιές από χρυσά φλουριά κοσμούν τον λαιμό τους, ενώ μεγάλα γκιζιλίμ’κα τσουράκια κρέμονται από τα αυτιά τους.
»Αυτά τα βαρύτιμα τζιβαϊρικά, δίνουν χαρακτηριστικό τόνο στο θεαματικό νυφοπάζαρο: Πίσω από τον έκλαμπρο γυναικείο γαλαξία των αστραφτερών μεταξωτών και του στίλβοντος χρυσού, στέκονται σε ημικυκλική διάταξη τα παλικάρια, που τρώνε με τα μάτια τους τις επίδοξες νύφες. Φορούν κουστούμια απλά, σκουρόχρωμα και ανδροπρεπή, σε πλήρη αντίθεση με το μεγαλείο της γυναικείας φορεσιάς. Το μόνο ανδρικό στολίδι είναι μια ασημένια αλυσίδα στη μπροστινή όψη ενός πουκάμισου μεταξωτού, σκουρόχρωμου και εφαρμοστού. Ένα μακρυμάνικο μαύρο τζάκετ, πεταμένο στον αριστερό ώμο με …επιμελημένη απροσεξία, και ένα φέσι τραβηγμένο προς τα πίσω, τους αρκεί για να καμπαρντίζουν αγέρωχα.
»Συνεπαρμένες από την ανδρική παρουσία οι μαυρομαλλούσες και χαμηλοβλεπούσες δεσποινίδες, περιμένουν το μεγάλο γεγονός. Επιτέλους, κάποιοι κάνουν την αρχή και ο χορός φουντώνει γρήγορα. Ένας κύκλος σχηματίζεται και ξετυλίγεται ένα λικνιστικό υπερθέαμα, με ρυθμό σιγανό αλλά εκστατικό.
»Όταν τελειώνει ο χορός, το πλήθος διασκορπίζεται. Τα παλικάρια αποσύρονται σε ένα υπαίθριο γραφικό καφενείο, καρφωμένο στην πλαγιά του συνεχόμενου λόφου και πλαισιωμένο με πεζούλια. Τα κορίτσια ακολουθούν αυθόρμητα και καταλαμβάνουν θέσεις πάνω από το καφενείο. Οι νεαροί παίζουν χαρτιά ή τάβλι με καζάντ(ι) έναν καφέ ή ένα λουκούμ(ι), ποτέ όμως με χρήματα: Κάτι τέτοιο θεωρείται
»Με το σμούχριασμα, το ωραίο φύλο σιγά-σιγά απομακρύνεται. Τότε αρχίζουν να …γκουντουρντούν τα παλικάρια. Ένας εφιάλτης φαίνεται να φεύγει από μέσα τους. Παραγγέλλουν ρακή, σχεδόν όλοι μαζί, για να …κερδηθεί ο χαμένος χρόνος. Τα τραπέζια και οι γκαζόκασες, που επίσης χρησιμεύουν σαν τραπέζια, στρώνονται για το πιοτό. Οι παρέες ξεδίνουν με ένα κέφι ζωηρό αλλά όχι ενοχλητικό. Μερικοί μιλούν πολιτικά, τοπικά ή διεθνή, με ένα ιστιάχι που αντισταθμίζει την άγνοια των πραγμάτων. Άλλοι διηγούνται ιστορίες ενώ άλλοι, με γουστόζ’κο ταμπεραμέντο, επιδίδονται σε τραγούδια παραγελαστάδικα…..
»Εκτός από τους ξενόφερτους Νιγριτ’νούς υπάρχει και ένας μαχαλάς από καθεαυτού Νιγριτ’νούς, τους οποίους οι έποικοι βρήκαν εδώ κατά την μετανάστευσή τους από τη Θεσσαλία. Τα δυο στοιχεία, μολονότι είναι ελληνικά, δεν πολυχονεύονται μεταξύ τους. Οι παλιοί Νιγριτ’νοί, ακόμα και μετά από παρέλευση ενός αιώνα, θεωρούν τους άλλους ως ξένους, ενώ και αυτοί με τη σειρά τους κατηγορούν τους ντόπιους συμπολίτες τους ότι είναι ντιπ για ντιπ κακαβάν’δες, μουντοί και ακοινώνητοι! Τους αποκαλούν με το παρατσούκλι Τσιακαλάδες και τη γειτονιά τους Τσιακαλά-Μαχαλά…».
»Η παραγωγή και επεξεργασία μεταξιού είναι η κύρια ασχολία στην περιοχή. Οι πλουσιότεροι από τους κατοίκους είναι φευγάτοι από τη Θεσσαλία. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση ήρθαν εδώ στο τέλος του 18ου ή στις αρχές του 19ου αιώνα και έφεραν μαζί τους αυτή την πατροπαράδοτη βιοτεχνία, για την οποία ήταν φημισμένη η παλιά τους πατρίδα…..
»Οι Νιγριτ’νοί αγαπούν το τραγούδι και τον χορό. Κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή, η ανοιχτοσιά στο κέντρο του οικισμού («μεσοχώρι») σφύζει από τραγούδια και χορό.
»Οι γυναίκες της Νιγρίτας, παρά την επίπονη δουλειά, που προσφέρουν μαζί με τους άνδρες στα χωράφια και στα αμπέλια, καταφέρνουν να διατηρούν τη φρεσκάδα τους. Έτσι στις γιορτές, οπότε φορούν τα πανέμορφα στολίδια τους, είναι αδύνατο να διακρίνει κανείς σημάδια από τη σκληρή δουλειά στα χωράφια …Ντύνονται πλούσια, με μεταξωτά φουστάνια, κεντημένες ποδιές και ζακέτες πλαισιωμένες με γούνες ρενάρ. Φορούν κόκκινο φεσάκι, με μακριά μπλε φούντα που συγκρατιέται από διαφανή κορδέλα. Εναλλακτικά, οι παντρεμένες φορούν κρεπ τσιμπέρια με αισθησιακό κόμβο στη μια πλευρά. Μπουρλιές από χρυσά φλουριά κοσμούν τον λαιμό τους, ενώ μεγάλα γκιζιλίμ’κα τσουράκια κρέμονται από τα αυτιά τους.
»Αυτά τα βαρύτιμα τζιβαϊρικά, δίνουν χαρακτηριστικό τόνο στο θεαματικό νυφοπάζαρο: Πίσω από τον έκλαμπρο γυναικείο γαλαξία των αστραφτερών μεταξωτών και του στίλβοντος χρυσού, στέκονται σε ημικυκλική διάταξη τα παλικάρια, που τρώνε με τα μάτια τους τις επίδοξες νύφες. Φορούν κουστούμια απλά, σκουρόχρωμα και ανδροπρεπή, σε πλήρη αντίθεση με το μεγαλείο της γυναικείας φορεσιάς. Το μόνο ανδρικό στολίδι είναι μια ασημένια αλυσίδα στη μπροστινή όψη ενός πουκάμισου μεταξωτού, σκουρόχρωμου και εφαρμοστού. Ένα μακρυμάνικο μαύρο τζάκετ, πεταμένο στον αριστερό ώμο με …επιμελημένη απροσεξία, και ένα φέσι τραβηγμένο προς τα πίσω, τους αρκεί για να καμπαρντίζουν αγέρωχα.
»Συνεπαρμένες από την ανδρική παρουσία οι μαυρομαλλούσες και χαμηλοβλεπούσες δεσποινίδες, περιμένουν το μεγάλο γεγονός. Επιτέλους, κάποιοι κάνουν την αρχή και ο χορός φουντώνει γρήγορα. Ένας κύκλος σχηματίζεται και ξετυλίγεται ένα λικνιστικό υπερθέαμα, με ρυθμό σιγανό αλλά εκστατικό.
»Όταν τελειώνει ο χορός, το πλήθος διασκορπίζεται. Τα παλικάρια αποσύρονται σε ένα υπαίθριο γραφικό καφενείο, καρφωμένο στην πλαγιά του συνεχόμενου λόφου και πλαισιωμένο με πεζούλια. Τα κορίτσια ακολουθούν αυθόρμητα και καταλαμβάνουν θέσεις πάνω από το καφενείο. Οι νεαροί παίζουν χαρτιά ή τάβλι με καζάντ(ι) έναν καφέ ή ένα λουκούμ(ι), ποτέ όμως με χρήματα: Κάτι τέτοιο θεωρείται
»Με το σμούχριασμα, το ωραίο φύλο σιγά-σιγά απομακρύνεται. Τότε αρχίζουν να …γκουντουρντούν τα παλικάρια. Ένας εφιάλτης φαίνεται να φεύγει από μέσα τους. Παραγγέλλουν ρακή, σχεδόν όλοι μαζί, για να …κερδηθεί ο χαμένος χρόνος. Τα τραπέζια και οι γκαζόκασες, που επίσης χρησιμεύουν σαν τραπέζια, στρώνονται για το πιοτό. Οι παρέες ξεδίνουν με ένα κέφι ζωηρό αλλά όχι ενοχλητικό. Μερικοί μιλούν πολιτικά, τοπικά ή διεθνή, με ένα ιστιάχι που αντισταθμίζει την άγνοια των πραγμάτων. Άλλοι διηγούνται ιστορίες ενώ άλλοι, με γουστόζ’κο ταμπεραμέντο, επιδίδονται σε τραγούδια παραγελαστάδικα…..
»Εκτός από τους ξενόφερτους Νιγριτ’νούς υπάρχει και ένας μαχαλάς από καθεαυτού Νιγριτ’νούς, τους οποίους οι έποικοι βρήκαν εδώ κατά την μετανάστευσή τους από τη Θεσσαλία. Τα δυο στοιχεία, μολονότι είναι ελληνικά, δεν πολυχονεύονται μεταξύ τους. Οι παλιοί Νιγριτ’νοί, ακόμα και μετά από παρέλευση ενός αιώνα, θεωρούν τους άλλους ως ξένους, ενώ και αυτοί με τη σειρά τους κατηγορούν τους ντόπιους συμπολίτες τους ότι είναι ντιπ για ντιπ κακαβάν’δες, μουντοί και ακοινώνητοι! Τους αποκαλούν με το παρατσούκλι Τσιακαλάδες και τη γειτονιά τους Τσιακαλά-Μαχαλά…».
αντρουπή. Κάθε τόσο διακόπτουν το παιχνίδι και παραγγέλλουν αναψυκτικά για αγαπημένα τους πρόσωπα, που διακρίνουν ανάμεσα στο πρόσχαρο πλήθος, καθώς αυτό πάει κι έρχεται, αραδίζοντας κατά παρέες στις φυσικές κερκίδες του λόφου. Όλοι διασκεδάζουν με παραγέλια και υπονοούμενα. Είναι σχεδόν βασανιστική η αμοιβαία αυτοσυγκράτηση που επιβάλλεται από την παρουσία του αντίθετου φύλου. Ένας υπόκωφος θόρυβος καλύπτει το σκηνικό. Λίγες φωνές ξεπερνούν τον ψίθυρο. Όσο για δυνατό γέλιο ή άλλα ξεσπάσματα, ούτε να το σκεφτεί κανείς.
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου